δεσπότης

δεσπότης
δεσπότης, -ου
Grammatical information: m.
Meaning: `master (of the house), lord' (Pi.; on its absence in Homer [δέσποινα Od.] s. Wackernagel Unt. 209 A. 1).
Compounds: After αὑτο-, οἰκο-, φιλο-.
Derivatives: δέσποινα `mistress of the house, lady' (Od.); δεσποινικός `in the service of the queen' (PMasp. 88, 10, VIp); also δεσπότις `id.' (S.), rare δεσπότειρα (S. Fr. 1040), δεσπότρια (Sch. E. Hek. 397); on the feminin forms Fraenkel Nom. ag. 2, 27; on NGr. δεσποινίς Schwyzer 133. Rare dimin. δεσποτίσκος (E.), δεσποτίδιον (Aristaenet.). - Adj. δεσπόσυνος `beloning to the lord' (Tyrt., h. Cer.), with δεσποσύνη `lordship' (Hdt.); δεσπόσιος `id.' (A.), δεσποτικός (Pl.), δεσπότειος (Lyk.). - Denomin. δεσπόζω `be lord' (Ion.-Att.); δέσποσμα (Man.). δεσποτέω `id.', `obey a δ.' (A.). δεσποτεύω `id.' (LXX); δεσποτεία (Pl.).
Origin: IE [Indo-European] [198] *dems-pot- `lord of the house'
Etymology: Cf. Skt. dámpati- (also in two words pátir dán), Av. dǝng paitiš `lord'. In Greek it became a fixed compound, which for the i-stem (s. πόσις) became an ā-stem (after old examples, cf. Lat. agricola, ἀγκυλο-μήτης beside μῆτις; Schwyzer 451). δέσποινα from *δεσ-ποτ-νι̯α. - The first part, IE *dems- (from which Gr. δεσ-, Skt. dam-), is the genetive of a word for `house' (s. δόμος). - An old synonym is Lith. viẽšpats; s. οἶκος.
Page in Frisk: 1,370-371

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεσπότης — master masc nom sg δεσποτέω to be despotically ruled imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • δεσπότης — ο 1. αυτός που έχει την απόλυτη κυριότητα και την εξουσία περιοχής, κύριος, ιδιοκτήτης: Είναι δεσπότης του μεγαλύτερου μέρους του νησιού. 2. επίσκοπος: Στις γιορτές, στην εκκλησία, λειτουργεί ο δεσπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δεσπότης νόμος. — δεσπότης νόμος. См. Обычай старше закона …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεσπόται — δεσπότης master masc nom/voc pl δεσπότᾱͅ , δεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορσίνης, Ιωάννης — Δεσπότης της Ηπείρου (1323 35). Ήταν γνωστός και ως Άγγελος Δούκας Κομνηνός. Αδελφός του Ιταλού κόμη της Κεφαλληνιάς Νικόλαου Ορσίνη, ο οποίος, αφού σκότωσε τον θείο του Θωμά Άγγελο, δεσπότη της Ηπείρου, έγινε κύριος του δεσποτάτου. Ο Ο. με τη… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτᾶν — δεσπότης master masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτέων — δεσπότης master masc gen pl (epic ionic) δεσποτέω to be despotically ruled pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτῶν — δεσπότης master masc gen pl δεσποτέω to be despotically ruled pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόταιν — δεσπότης master masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόταις — δεσπότης master masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”